phone: +30 6972 537 503
e-mail: magicfm1029@yahoo.gr
 listenlive

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Δημητρης Κοντολαζος..συνεντευξη!

Δημήτρης Κοντολάζος: Ελλάδα χωρίς λαϊκό τραγούδι δε γίνεται!
Κείμενο:
Τάσος Π. Καραντής 


Αφορμή για τη συνέντευξη αυτή, ήταν ο νέος του δίσκος «Ξένα χέρια» (2009) και τον συνάντησα στα, φιλόξενα, γραφεία της δισκογραφικής εταιρείας του, της VOLUME. Απλός, πρόσχαρος, ευγενικός και φιλικός, μου μίλησε για το ξεκίνημά του από την Πυλαία της Θεσσαλονίκης και το 1ο βραβείο που κέρδισε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1973, για την, κατόπιν, είσοδό του στη δισκογραφία με τραγούδια του Καλδάρα, του Πλέσσα και του Χατζηνάσιου, αλλά και για το δρόμο προς το καθαρόαιμο λαϊκό τραγούδι, που του άνοιξε ο Τάκης Σούκας με τις μεγάλες επιτυχίες που του έγραψε. Αναφέρθηκε στη συνεργασία του με τη “μεγάλη Μαρινέλλα”, όπως, χαρακτηριστικά, την είπε κι, από εκεί και πέρα, μιλήσαμε για τα πάντα, για τα απωθημένα και τα παράπονά του, για το λαϊκό τραγούδι, για την κρίση στη δισκογραφία, καθώς και για τα ΜΜΕ και το ρόλο τους, όσον αφορά το τραγούδι. Και, βέβαια, μου παρουσίασε τη νέα του δουλειά και μου εξήγησε με πόσο μεράκι κι αγάπη δουλεύει, κάθε φορά, στο στούντιο. Η συνάντησή μας ολοκληρώθηκε με ένα, απρόσμενο, προσωπικό “δώρο”, προς τον γράφοντα, όπου, όταν αναφέρθηκα σ’ ένα πολύ αγαπημένο μου τραγούδι του, που έχει ερμηνεύσει συγκλονιστικά(«Πάντα ήμουν μόνος», Σπύρου Παπαβασιλείου – Λάκη Τεάζη), αμέσως, μου το τραγούδησε ακαπέλα! Έχει και το επάγγελμά μας τα τυχερά του!

Η είσοδός σου στο τραγούδι ξεκινά μ’ ένα βραβείο, το 1ο στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Θα ήθελα να μου πεις τα όσα προηγήθηκαν μέχρι τη συμμετοχή σου αυτή στο φεστιβάλ.

Δ.Κ.: Όλα ξεκίνησαν από την Πυλαία Θεσσαλονίκης, όπου μεγάλωσα κι εκεί εργαζόμουν, για 6 χρόνια, ως μηχανικός αυτοκινήτων. Αλλά, είτε κάτω απ’ τ’ αυτοκίνητο, είτε πάνω απ’ τ’ αυτοκίνητο, τραγουδούσα! Ίσως το’ χα μέσα μου, απ’ τον πατέρα μου που ’παιζε μπουζούκι – αν είναι το DNA που λένε – πάντως, όπου κι αν βρισκόμουν τραγουδούσα! Κι όλοι μου λέγανε, τι κάθεσαι στη μουτζούρα και δεν πας να τραγουδήσεις; Έτσι ξεκίνησα δειλά – δειλά, με τη βοήθεια του μπουζουξή του Γρηγόρη Τζιστούδη και του Γιώργου Γερασιμίδη, του αδερφού της συγχωρεμένης της Νατάσσας Γερασιμίδου. Πρωτοεμφανίστηκα το 1971-1972 στη μπουάτ “Εσπερινός” της Θεσσαλονίκης και, κατόπιν, σε κάποια νεολαιίστικα μαγαζιά της εποχής και στο “Αριγκάτο”, μαζί με την Ξανθίππη Καραθανάση και τη Λιζέτα Νικολάου. Μετά, όλοι, πήραμε το δρόμο για την Αθήνα, γιατί, όπως και τώρα, σκέψου την εποχή εκείνη, δεν υπήρχε τίποτα για δισκογραφία στη Θεσσαλονίκη, όλοι λέγανε, πήγαινε στην Αθήνα να χτυπήσεις μια πλάκα(ένα δίσκο). Εκεί, γνωρίστηκα στη MINOS με τον Αχιλλέα το Θεοφίλου, όπου, το 1973, μου πρότεινε να πάω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το τραγούδι είχε περάσει απ’ την επιτροπή κι ήταν, αρχικά, να το πει η Λίτσα Σακελλαρίου, αλλά, αποφάσισαν να στείλουν ή εμένα ή το Σμοκοβίτη, απ’ ότι έμαθα κατόπιν. Το άκουσα το κομμάτι και μου άρεσε, ήταν το “Δεν έχεις τέλος Μπαρμπαλιά” του Πέτρου Ζέρβα και του Δημήτρη Καραστάθη κι ενορχηστρωτής ήταν ο Μάρκος Ντουβής. Το ‘πα στο “Παλαί Ντε Σπορ” και βγήκα πρώτος, πήρα το 1ο Βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης του 1973. Έτσι ξεκίνησε κάπως η καριέρα μου και, τόσα χρόνια, ο “Μπαρμπαλιάς” με ακολουθεί, αφού, τότε, με φώναζαν “Γεια σου Μπαρμπαλιά” και, μέχρι και σήμερα, αν κάνα βράδυ δεν το πω, πάντα θα βρεθεί κάποιος να μου φωνάξει “Δημήτρη το “Μπαρμπαλιά!”.

Αμέσως σχεδόν, ακολούθησε κι είσοδός σου στη δισκογραφία, όπου τραγούδησες μεγάλα ονόματα, Καλδάρα, Πλέσσα και Χατζηνάσιο.

Δ.Κ.: Κοίτα, έκανα κάποια πράγματα, τραγούδησα τον Καλδάρα, τον Πλέσσα, τον Χατζηνάσιο, αλλά δεν ήταν προσωπικές δουλειές, δεν ακούστηκαν και δεν βγήκαν παραέξω τα τραγούδια τους που είπα. Δεν βοήθησε κι η εποχή, το ’74 με την μεταπολίτευση, όλοι ήθελαν Θεοδωράκη και τέτοιου στυλ τραγούδι. Εγώ, αφενός, δεν είχα συμμετοχή προς τα ’κει κι, αφετέρου, πήγα 28 μήνες – λόγω της επιστράτευσης - στρατιώτης στην Τρίπολη κι αυτό με έφερε πίσω, αφού, όπως λένε, “ένας φαντάρος κι ένας άνθρωπος”! Το δρόμο μου, δισκογραφικά, προς το λαϊκό τραγούδι, μου τον άνοιξε ο Τάκης Σούκας.

Πως προέκυψε η γνωριμία κι η συνεργασία σας;

Δ.Κ.: Γνωριστήκαμε στη “Φαντασία”, όπου δουλέψαμε μαζί. Μου είπε, Δημήτρη θέλεις να πεις λαϊκό τραγούδι; Και του απάντησα, έχω να πω και τίποτα άλλο; Κι έτσι ξεκινήσαμε. Θυμάμαι, που με ρώτησε, προς τα που να πάμε, σαν και ποιο τραγούδι θα ’θελα να πω και του είπα, σαν το “Όλα σε θυμίζουν”. Και μου ’γραψε το “Μου λείπεις εσύ” κι ακολούθησαν κι άλλες, μεγάλες, επιτυχίες βέβαια. Ο Τάκης Σούκας δηλαδή είναι αυτός που μ’ έβαλε στο λαϊκό τραγούδι.




Κι, ως σήμερα, το λαϊκό τραγούδι υπηρετείς, τόσο δισκογραφικά, όσο και στις ζωντανές εμφανίσεις σου, πάντα, στους κλασικούς χώρους του, τα νυχτερινά μαγαζιά. Επιθύμησες κάποια στιγμή να κάνεις και κάτι άλλο, διαφορετικό, στην καριέρα σου ή πάντα σε κάλυπτε η ταυτότητα του λαϊκού τραγουδιστή;

Δ.Κ.:
 Το θέμα είναι, εσύ θες να κάνεις, αλλά, στην Ελλάδα, άμα σου κολλήσουν την ταμπέλα στην πλάτη, είναι δύσκολο να κάνεις κάτι διαφορετικό. Το ξέρω ότι θα μπορούσα να πω κι άλλα πράγματα, αλλά ακολουθώ πάντα το λαϊκό τραγούδι, γιατί το αγαπάω, μια και μεγάλωσα μ’ αυτό. Μεγάλωσα με Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο, Γαβαλά και λίγο Μπητλς! Ήμουνα ένα λαϊκό παιδί και τραγουδούσα λαϊκό τραγούδι. Κι αυτό εξακολουθώ να τραγουδάω!


Αλήθεια, πέρα από τα δικά σου, τι τραγούδια λες στα προγράμματά σου;

Δ.Κ.: Τραγουδάω, περίπου, 1 ώρα πρώτο πρόγραμμα, που λέω, κυρίως, τα δικά μου και 1,5 ώρα, δεύτερο πρόγραμμα, όπου πλακώνομαι στα κλασικά του Καζαντζίδη και στα παλιά λαϊκά που μ’ αρέσουν και μεγάλωσα μ’ αυτά. Τραγούδια σαν το “Γυρίζω απ’ τη νύχτα”, ή “Ανοίχτε τα τρελάδικα”, λίγοι τραγουδιστές τα λένε σήμερα …



Θα ήθελα, κάνοντας ένα φλας μπακ, να σταθείς σε συνεργασίες με συναδέλφους που σου έχουν αφήσει τις πιο όμορφες αναμνήσεις.

Δ.Κ.:
 Πάντα το λέω κι είναι τιμή μου, που συνεργάστηκα με τη μεγάλη Μαρινέλλα! Έχω συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, όπως με το Γιάννη Πάριο, την Πόλυ Πάνου, τη Δούκισσα, το Στράτο Διονυσίου, τη Λίτσα Διαμάντη, κάποια στιγμή ήμασταν μαζί και με τη Χαρούλα Αλεξίου, αλλά και με πιο νέους, με τη Βίσση, το Βελή, τον Άγγελο Διονυσίου, την Άντζελα Δημητρίου, μα, πάνω απ’ όλα, η δασκάλα ήταν η Μαρινέλλα! Κάναμε κι έξω συναυλίες μαζί και μου έδειξε και το δρόμο για το εξωτερικό. Όπως, επίσης, μου ‘μαθε μυστικά της τέχνης του τραγουδιού, αλλά και των δημόσιων σχέσεων, απ’ αυτήν πήρα τον αέρα, να δίνω ζωντανές συνεντεύξεις στο ραδιόφωνο. Είναι σπουδαία καλλιτέχνιδα, στρατιώτης στη δουλειά της, κυρία, φωνάρα και μεγάλη ερμηνεύτρια.




Κι αν σου ζητούσα ένα απολογισμό, σε ποιες συνεργασίες σου με συνθέτες και τραγούδια σου θα στεκόσουν;


Δ.Κ.: Έχω τραγουδήσει Τάκη Σούκα, Τάκη Μουσαφίρη, Αντώνη Ρεπάνη, Σπύρο Παπαβασιλείου, Αλέξη Παπαδημητρίου, Αλέκο Χρυσοβέργη, Νίκο Ιγνατιάδη, Κώστα Τουρνά, Νίκο Καρβέλα, Γιάννη Καραλή, πολλούς … Και τα τραγούδια, μεγάλες επιτυχίες, είναι πολλά, “Αν μ’ αγαπούσες λίγο”, “Εγώ δεν ήμουνα αλήτης”, “Όλα τα ‘δωσα για σένα”, “Μου λείπεις εσύ”, ”Μια ιστορία”, “Ήμασταν θεοί”, “Δεν μπορεί” “Λίγο – Λίγο”, “Δεν μ’ αγαπάς”, “Ταχυπαλμία” …



Είσαι, γενικότερα, ικανοποιημένος από την καριέρα σου;

Δ.Κ.:
 Ναι. Ακούω στο ραδιόφωνο τραγούδια μου που δεν έγιναν μεγάλες επιτυχίες, αλλά είναι όμως πολύ ωραία τραγούδια και βλέπω ότι τα ανακαλύπτουν, τα βρίσκουνε και τα παίζουνε. Αυτό για μένα είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Επίσης, έρχονται νέα παιδιά 20 – 25 χρονών στο καμαρίνι μου και γνωρίζουν τις παλιές επιτυχίες μου. Και τους ρωτάω, εσείς που τα ξέρετε; Τα ξέρουμε απ’ το σπίτι, μου απαντάνε, από τους δίσκους των γονιών μας, που, όταν ήταν ερωτευμένοι, άκουγαν το “Αν μ’ αγαπούσες λίγο” και το “Μου λείπεις εσύ”! Αυτό είναι μεγάλη ικανοποίηση για μένα, το να αφήνω κάτι πίσω μου. Μεγαλώσανε οι κόρες μου και βλέπουν ότι κάτι έκανε ο πατέρας τους, κάτι άφησε.

Έχεις και κάποιο παράπονο;

Δ.Κ.: Τα τελευταία χρόνια, ίσως, δεν μαθαίνονται κάποιοι δίσκοι μου, αυτό είναι το παράπονό μου. Στέλνεις το δίσκο στα ραδιόφωνα, αλλά δεν παίζεται ποτέ! Και με βρίσκει ο κόσμος και με ρωτάει, δίσκο δεν θα κάνεις; Μα έχω κάνει!


Πως βλέπεις το ρόλο των ΜΜΕ;

Δ.Κ.:
 Κυρίως, η τηλεόραση έχει πρόβλημα! Ζούμε μια εποχή με 5- 6 εκπομπές κουτσομπολίστικες. Έτυχε κι έκανα συνέντευξη σε μια απ’ αυτές και δεν την βγάλανε ποτέ! Γιατί δεν είχα μιλήσει άσχημα για κανέναν! Και, σου λέει δεν πουλάει αυτό! Δεν ψάχνουν να βρουν αξίες και να τις παρουσιάσουν, όχι μόνο στο τραγούδι, σε όλα. Κοιτάνε μόνο τι φόρεσε ο ένας κι ο άλλος και τι θα προκαλέσει.

Ύστερα από τόσα χρόνια, υπάρχουν απωθημένα για συνεργασίες με συγκεκριμένους συνθέτες;

Δ.Κ.: Ένα απωθημένο μου είναι που δεν τραγούδησα τον Γιώργο Ζαμπέτα, ενώ δούλεψα μαζί του σε μαγαζιά στο πάλκο. Ήταν μεγάλος! Έπαιζε το μπουζούκι του κι αισθανόσουν αγαλλίαση! Δεν έχω, επίσης, τραγουδήσει Χρήστο Νικολόπουλο. Το ’χω ξαναπεί αυτό και θα ’θελα. Δεν θέλω να πω, για να ’χουμε να λέμε, ότι θα ’θελα να τραγουδήσω Μίκη Θεοδωράκη ή Χατζιδάκι ή Ξαρχάκο ή Λοίζο, που δεν πρόλαβα. Μακάρι να γινόταν. Πολύ ευχαρίστως!

Κάπου διάβασα, ότι παραδέχεσαι πως έκανες και λάθη. Ποια ήταν αυτά ή τι είδους λάθη ήταν;

Δ.Κ.: Επιλογές τραγουδιών, αλλά όχι συνθετών και στιχουργών. Ο κάθε συνθέτης και στιχουργός, όταν γράφει ένα τραγούδι θεωρεί ότι είναι το καλύτερο και καλά κάνει. Όπως κι εγώ, όταν το τραγουδάω, λέω, το είπα τέλεια, αλλά, όταν πάω σπίτι, λέω θα μπορούσα να το πω καλύτερα. Επίσης, λάθη όσον αφορά επιλογές σχημάτων στα οποία συμμετείχα. Στην αρχή όλα λάμπουν και λες θα ’ναι ο καλύτερος δίσκος της καριέρας μου ή το καλύτερο σχήμα, αλλά, μετά, βλέπεις ότι δεν ήταν αυτό που ’χες φανταστεί. Νομίζω, πάντως, ότι, αντί να ’σαι εγωιστής και να λες εγώ είμαι τέλειος, πρέπει να αναγνωρίζεις τα λάθη σου και να μαθαίνεις απ’ αυτά. Έχω κάνει αρκετά λάθη λοιπόν, που, αν γυρνούσα πίσω και μπορούσα να προστατέψω τον εαυτό μου δεν θα τα ’χα κάνει.

Ο καινούριος σου δίσκος «Ξένα χέρια» (VOLUME,2009) στηρίζεται στο δίδυμο των επιτυχιών Χρυσοβέργη – Γιατρά, καθώς και σε άλλους δημιουργούς. Μίλησέ μου λίγο, γι’ αυτή τη νέα σου δουλειά.

Δ.Κ.:
 Σ’ αυτό το δίσκο, πράγματι, έχουν γράψει οι Χρυσοβέργης – Γιατράς, πέρα από το ομώνυμο(“Ξένα χέρια”), τα “Σ’ έχω ή δεν σ’ έχω” κι “Αόρατος θα γίνω” αλλά κι ο μαέστρος μου ο Τάσος Σούρμπας, που ’χει γράψει τα “Αν δε σε δω”, “Ένα σ’ αγαπώ” & “Πες μου τι να κάνω” κι ο οποίος είναι ένας καταπληκτικός μουσικός. Ακόμα, ο ανιψιός μου, ο Στέλιος Χρόνης, μου ’χει γράψει το “Δύσκολα θα ξεπεραστείς” που κι αυτό είναι ένα όμορφο τραγούδι. Κι ο μπουζουξής, ο Δημήτρης Κορδατζής έχει γράψει το εξάρι “Όλα τα λάθη” και τη ρούμπα “Τόσα ξέρεις τόσα λες”. Είναι μια όμορφη δουλειά, μπορώ να πω ένα κράμα, λίγο το χτες και λίγο το σήμερα. Δηλαδή, από τη μια οι κλασικοί Χρυσοβέργης – Γιατράς, για να συνδέσουμε το παρελθόν με το παρόν, που ’ναι τα νέα αυτά παιδιά, που, με πολύ όρεξη, μου ’δωσαν αυτά τα τραγούδια. Νομίζω ότι είναι ένας καλός δίσκος μέσα στην καριέρα μου κι ακούγεται όμορφα. Έχουμε κι ένα τραγούδι για την αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη (“Θεσσαλονίκη”), γιατί, ενώ είμαι Θεσσαλονικιός, δεν είχε τύχει να πω τραγούδι για τη Θεσσαλονίκη και μου τη λέγανε! Έτσι, το ’κανα παραγγελία στο Γιατρά και στο Χρυσοβέργη κι, όντως, γράψανε ένα τραγούδι σοβαρό κι ωραίο.




Πάντως, φαίνεται, ότι είναι ένας δίσκος που έγινε με μεράκι.

Δ.Κ.: Τ’ αγαπάω, πάνω απ’ όλα, αυτό που κάνω. Στο στούντιο είμαι από την ώρα που κουρντίζουν οι μουσικοί, όπως παλιά. Όπου μπορώ να προσφέρω και μια οξεία, από την εμπειρία μου, τόσα χρόνια, στις ταχύτητες, στο ’να, τ’ άλλο, το κάνω, μ’ αρέσει. Μετά από τόσα χρόνια και τόσους δίσκους ή το κάνεις με την ψυχή σου ή δεν το κάνεις, όχι κάναμε ένα δίσκο, για να λέμε κάναμε ένα δίσκο. Αν θα δεις πιο παλιούς δίσκους, κάναμε 12 τραγούδια και τα 5 γινόντουσαν επιτυχίες. Προσπαθώ πάντα, όλα τα τραγούδια να είναι καλά κι όχι ένα καλό και τ’ άλλα γεμίσματα! Όλα τα τραγούδια κάτι να έχουν να πούνε. Ακόμα κι η σειρά, το ρελίζ που λέγαμε, που, τώρα, δεν υπάρχει, πας όπου θέλεις στο cd, αλλά, εγώ, το προσέχω ακόμα, πως θα ξεκινήσει και πως θα τελειώσει ο δίσκος. Πόσο κρατάει ένα cd, 40΄ - 45΄; Ε, θέλω να το βάζεις και να ’ναι ένα πρόγραμμα, να ξεκινήσει κάπως, κάπου να ’χει μια εξέλιξη, κάπου να χαμηλώνει, κάπου να ανεβαίνει και να τελειώνει όμορφα.



Παντού ακούγεται γκρίνια, για κρίση στο τραγούδι, στις πωλήσεις των δίσκων, στα μαγαζιά. Εσύ πως τα βλέπεις τα πράγματα;

Δ.Κ.:
 Η κρίση είναι γενική, οικονομική και πολιτική. Ο κόσμος είναι κουρασμένος, τα βγάζει δύσκολα κι επειδή έχω και 3 κόρες, ξέρω τι γίνεται. Είναι δύσκολη η ζωή πια. Και δύσκολα φτάνει ο άλλος να πάει στα μπουζούκια, όπως παλιά, που δουλεύαμε εξαήμερο και τη Δευτέρα εξτρά! Τώρα παλεύουμε διήμερα – τριήμερα και σ’ αυτό σ’ οδηγεί ο κόσμος. Όταν δεν έρθει ο κόσμος τι να ανοίξεις; Οι δισκογραφικές δεν μπορούν πια να πουλήσουν δίσκους, όπως κάναμε εμείς παλιά, που πουλάγαμε 50.000 και 100.000. Δεν καίγονται πια οι εταιρείες να στήσουν καλλιτέχνες και να τους δουν, μετά από 3,4,5 χρόνια να κάνουν καριέρα. Αλλά, το βλέπουμε στα ριάλιτι, βγάζουν κάποια παιδιά με όνειρα, τα στύβουν 1 -2 χρόνια και μετά εξαφανίζονται. Έχει αλλάξει πολύ το τοπίο. Μπαίνει στο δισκάδικο ο άλλος και βλέπει 500 νέους δίσκους, τι να πάρει; Έβγαζε παλιά δυο 45άρια ο Καζαντζίδης και τα μάθαινες απ’ έξω, δεν μπορούσες να μην τα μάθεις. Βέβαια, υπάρχει, στον αντίποδα, ένα μέρος κόσμου που αγαπάει το παλιό καλό λαϊκό τραγούδι κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί, όταν ξεχνάς την ιστορία σου σε ξεχνάει κι αυτή. Επίσης, πρέπει οι νέοι τραγουδιστές να ακούνε και να μαθαίνουν από τους παλιότερους, όπως εμείς παίρναμε από τους πιο παλιούς. Γιατί δεν ακούνε τα νέα παιδιά! Νομίζουν πως τα ’μαθαν όλα, τους τρελαίνουν οι γύρω τους και δεν ακούνε. Και τους ακούει μετά ο κόσμος και λέει σ’ εμάς τους πιο παλιούς, που είναι το καλό λαϊκό τραγούδι; Που είναι το ελληνικό τραγούδι; Φτάσαμε να λέμε μη βάλεις μπουζούκι γιατί δεν θα το παίξει το κομμάτι το τάδε ραδιόφωνο που είναι πρωτοκλασάτο. Ευτυχώς όμως, υπάρχουν και κάποια ραδιόφωνα που εκτιμούν το λαϊκό τραγούδι και το παίζουνε. Γιατί, Ελλάδα χωρίς λαϊκό τραγούδι δε γίνεται! Αυτή είναι η ζωή μας, αυτήν τραγουδάμε. Αυτή τραγουδούσε κι ο Καζαντζίδης, που ήταν μέγας και τρανός κι ο Μπιθικώτσης κι όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές, τραγουδούσαν τον πόνο, τον καημό, την ξενιτιά, αλλά και τη χαρά.

Παράλληλα, είμαστε και στην εποχή που όλα επιτρέπονται κι έχουμε και τους τραγουδοποιούς που λένε οι ίδιοι τα τραγούδια τους, μερικοί απ’ αυτούς χωρίς να διαθέτουν και φωνή. Ποια είναι η δική σου άποψη απέναντι στην όλη κατάσταση;

Δ.Κ.: Έχει ξεκινήσει χρόνια αυτό το παραμύθι, όπου κάποιος πούλαγε ένα χωράφι κι έκανε δίσκο. Έχει, δηλαδή, κάποιος λεφτά, κάνει δίσκο, πληρώνει τη διαφήμιση, κάνει το βιντεοκλίπ, πληρώνει το ραδιόφωνο. Ενώ, τότε, με εμάς, η εταιρεία σου έλεγε, μοιάζεις με κάποιον; Δεν μπορείς να κάνεις δίσκο! Πρέπει να ’χεις προσωπικότητα, τη δική σου φωνή και σ’ αναλάμβανε και σε έστηνε. Παίζουν αλλιώς τώρα, παίζουν για τα κανάλια και τις εκπομπές, που ’χουν άλλα συμφέροντα. Και δεν μπορείς να το παλέψεις αυτό! Εγώ, όμως, πιστεύω ότι το τραγούδι κάνει κύκλους, ο κόσμος δοκιμάζει διάφορα, αλλά, πάντα, ξαναγυρνάει – όπως κι οι συνθέτες - στις ρίζες και στις επιρροές από το δημοτικό, το νησιώτικο και το παλιό λαϊκό.

Ακόμα, ακούμε, δεξιά κι αριστερά, χαρακτηρισμούς, έντεχνο, λαϊκό, ποπ, λαϊκοπόπ, σκυλάδικο κλπ., που αναγκαζόμαστε να τους χρησιμοποιήσουμε κι εμείς οι δημοσιογράφοι για να συνεννοηθούμε με τους αναγνώστες μας. Πιστεύεις σ’ αυτούς τους διαχωρισμούς, που, πολλές φορές προκαλούν κι εντάσεις κι απαξιώσεις εκατέρωθεν ή νομίζεις ότι το κάθε διαφορετικό είδος τραγουδιού απευθύνεται και σε διαφορετικές στιγμές του καθενός μας;

Δ.Κ.:
 Παλιά στο ραδιόφωνο άκουγες πρωινή εκπομπή κι είχε πιο ανάλαφρα τραγούδια. Κι, όσο μεσημέριαζε και προς το βράδυ ακούγαμε τα λαϊκά. Τώρα, ακούω κάποιους τραγουδιστές τα μεσάνυχτα και λέω, τι να πάθω εγώ τώρα; Δεν με πιάνουν! Όλα χρειάζονται λοιπόν, αλλά το καθένα στην ώρα του. Όσον αφορά το λαϊκό τραγούδι, είναι πολύ δύσκολο τραγούδι για να το τραγουδήσεις κι ας φαίνεται εύκολο. Σε όσους το απαξιώνουν, τους ταιριάζει η παροιμία, όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια! Υπάρχουν και σήμερα καλοί νέοι λαϊκοί τραγουδιστές, αλλά δεν τους αφήνουν να ακουστούν και να φανούν!

Κλείνοντας, θα παρατηρούσα, ότι η φωνή σου είναι από τις αλώβητες από το χρόνο, σε σχέση με άλλους συναδέλφους της γενιάς σου. Οπότε, έχεις πολύ μέλλον! Τι ονειρεύεται και σχεδιάζει, λοιπόν, ο Δημήτρης Κοντολάζος;

Δ.Κ.: Εκτός του ότι καπνίζω – αν και το ’χα κόψει 2-3 χρόνια, αλλά το ξανάρχισα – δεν πίνω, προσέχω, γυμνάζομαι, θα πάρω το μέλι μου, θα πιω το χυμό μου, την πορτοκαλάδα μου, θα κάνω ζέσταμα πριν βγω, όταν δουλεύω κοιμάμαι τις σωστές ώρες, αλλιώς, δεν αποδίδεις. Προσέχω τη φωνή μου, γιατί τη φωνή πρέπει να την προσέχεις, διαφορετικά θα σε παρατήσει.
Κοίτα, εγώ τραγουδάω από 20 – 21 χρονών, έχει γίνει πλέον τρόπος ζωής. Ακόμα κι όταν δεν τραγουδάω σε μαγαζί, κάποιες στιγμές μου βγαίνει αυτό το πράγμα και τραγουδάω μέσα στο σπίτι μου ή στο αυτοκίνητό μου. Ακούω τραγούδια συνέχεια, ακούω ραδιόφωνο συνέχεια. Θέλω, όσο είμαι καλά και ζω να τραγουδάω. Τώρα, το τι θα κάνω, ψάχνω πάντα για καλό λαϊκό τραγούδι. Από ’κει και πέρα είναι κι οι συγκυρίες. Το θέμα είναι να κάνουμε καλές δουλειές κι οι καλές δουλειές δεν χάνονται, αργά ή γρήγορα, ο κόσμος τις ανακαλύπτει. 


ΠΗΓΗ: e-orfeas.gr


yousouroum.gr









go top
Add this! Twitter Facebook Google Plus LinkedIn RSS Feed Email